-
1 στάχυς
Aστάχυες IG12.280.78
,22.1424a333, etc.; [dialect] Ep. dat.σταχύεσσιν Il.23.598
; acc. , OGI56.68 (Canopus, iii B.C.), but , etc:— ear of corn, in pl., Il.l.c., Hes.Op. 473, Ev.Matt.12.1, etc.; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν ς. Arist.Pol. 1284a30: in sg., A.Supp. 761, Fr.304.7, S.Fr. 395, and freq in E., Hec. 593, al.: metaph.,σ. ἄτης A.Pers. 821
; ἐκ καλάμης.. στάχυες, of Bacchylides' poems, AP4.1.34 (Mel.):—of the Theban Σπαρτοί, E.Ph. 939, HF5, Ba. 264; of the crop reaped by Cleon in capturing the Spartans at Sphacteria, Ar.Eq. 393; βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον ς. E.Fr.757.6.2 generally, scion, progeny,σ. ἄρσην Id.Fr.360.22
, cf. Lyc.214; δισσὸν Βορέον ς. Orph.A. 218;τέκνων Man.6.304
;Ἰνδῶν Nonn.D.18.267
; Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον ς. AP9.362.25.3 name of the chief star in the constellation Virgo, Spica Virginis, Arat.97, Ptol.Alm.7.5: in pl., Man. 2.134.IV νάρδου στάχυς,= ναρδόσταχυς, Gp.7.13.1; ὁ τῆς νάρδου ς. Gal.6.267.V surgical bandage, 'spica' bandage, Heliod. ap. Orib.48.46 tit., Gal.18(1).814. -
2 ἀποθραύω
A break off,νεὼς κόρυμβα A.Pers. 410
;τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56
: metaph.,τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.Mis. 356b
;τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.Pr.51
:—[voice] Pass., to be broken off, Arist.Pr. 967b5, Arr.Tact.2.4: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.Nu. 997.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθραύω
См. также в других словарях:
ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek